- κακοπάθεια
- και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής]το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.)νεοελλ.1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις, κακομοιριά2. στον πληθ. οι κακοπάθειες και κακοπαθιέςταλαιπωρίες, θλίψεις, βάσανανεοελλ.-μσν.κακομεταχείρισηαρχ.1. (για μέρη μηχανής) ένταση, τέντωμα2. κοπιώδης, επίπονη εργασία, μόχθος.
Dictionary of Greek. 2013.